ἁλίπαστα

ἁλίπαστα
ἁλίπαστος
sprinkled with salt
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλίπαστα — Τα προϊόντα που έχουν παστωθεί και μπορούν να διατηρηθούν σε καλή κατάσταση για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Συνήθως, με τη λέξη α. εννοούμε τα διατηρημένα κρέατα και ψάρια. Α. όμως μπορεί να είναι και άλλα προϊόντα (δέρματα ζώων, βούτυρο,… …   Dictionary of Greek

  • αβγοτάραχο — Ονομασία των ταριχευμένων αβγών του ψαριού κέφαλος, που ανήκει στην οικογένεια των μουχιλιδών. Το α. προέρχεται από τον θηλυκό κέφαλο, τον γνωστό ως μπάφα, και είναι περιζήτητο. Για την παραγωγή α. χαράσσεται με προσοχή η κοιλιά της μπάφας,… …   Dictionary of Greek

  • κορδύλειος — κορδύλειος, εία, ον (Α) [κορδύλη] κατασκευασμένος από το είδος τόν(ν)ου σκορδύλη* («κορδύλεια ταρίχη» αλίπαστα από το ψάρι σκορδύλη, Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • παλαμίδα — (pelamus). Ψάρι του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι πηλαμύς. Τα τελεόστεα ψάρια του είδους ανήκουν στην οικογένεια των σκομβριδών. Μοιάζουν αρκετά με τους τόνους αλλά το σώμα τους είναι μακρύτερο και σε σχήμα τορπίλας, γεγονός που τους… …   Dictionary of Greek

  • αλίπαστος — η, ο αυτός που διατηρείται αφού παστωθεί με αλάτι: Τα περισσότερα αλίπαστα είναι ψάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαράτα — τα παστά ψάρια, αλίπαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”